-
1 επιχωννυμι
-
2 καρποω
1) давать плод, порождать(στάχυν ἄτης Aesch.)
2) med. собирать урожай(ἀρούρας Her.; χθόνα Aesch.; δὴς τοῦ ἐνιαυτοῦ τέν γῆν κ. Plat.)
3) med. получать прибыль, извлекать доходы(τὰς σατραπείας Plut.)
κ. ἔθνη Xen. — собирать дань с (покоренных) народов;τοὺς λιμένας καὴ τὰς ἀγορὰς κ. Dem. — взыскивать сборы с портов и рынков4) med. извлекать пользу, пользоваться(τῆν ἑαυτοῦ κτῆσιν Plat.)
5) med. использовать для личной выгоды(τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.)
6) med. обирать, грабить(τέν τῶν πολεμίων χώραν Xen.)
7) med. приобретать, получать, стяжать(εὔκλειαν ἔκ τινος Xen.; τέν σοφίαν Plat.; τὰς τιμὰς καὴ τὰ χρήματα Plut.)
8) med. пользоваться, наслаждаться(δόξαν, τέν ἡλικίαν Dem.)
κ. ἡδονήν Plat. — получать удовольствие9) med. навлекать на себя(τὰ μέγιστα ὀνείδη Plat.)
κ. φρενῶν τέν ἁμαρτίαν Aesch. — пожать плоды своих греховных замыслов -
3 χοω
1) насыпать, наваливать, возводить из земли(χῶμα Her., Thuc., Plat.; τάφον Her., Soph.; τύμβον Soph., Eur.; μνῆμα Xen.)
ἥ πόλις ἐξεχώσθη Her. — город построен на насыпи2) засыпать, заваливать(τοὺς λιμένας Dem.; τὰς τάφρους φορμοῖς Polyb.)
χῶσαί τινα τάφῳ Eur. — похоронить кого-л.;χωσθῆναι Her. — быть занесенным илом
См. также в других словарях:
PIRAEEUS sive PIRAEUS — PIRAEEUS, sive PIRAEUS seu melius Pyraus, nunc Porto di Seline, ab urbe adiacente, vel porte Leone, a Leone marmoreo ibi ad litus sito ad ostia Cephisi fluvii, portus Athenarum, 400. navium capax, a Themistocle, murô 2. mill. pass. urbi… … Hofmann J. Lexicon universale
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) … Wikipedia
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
SACRAMENTUM — I. SACRAMENTUM Latinis pecuniam quoque notat seu pignus a litigantibus, apud Pontifices, in sacro loco depositam, quô multabatur is, qui causâ cadebat. Similiter apud Athenienses Sacramentum deponebat, initiô litis, tum Actor, tum Reus; quorum is … Hofmann J. Lexicon universale